- πλημμυρίδας
- πλημμυρίςfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
SYRTES — mate vadosum et scupulosum Africae inter Byzacenam ad occasum et Cyrenaicam ad ortum longe lateque diffusum; vulpg le Secche di Barbaria, et Baxos di Barbr ia Hispanis, mare Syrticum apud Senecam. In magnam et parvam dividitur. Magna, sinus est… … Hofmann J. Lexicon universale
ανάχυση — η (Α ἀνάχυσις) νεοελλ. 1. (Φυσ.) έκχυση ατμού προς τα επάνω, «εκτόνωση» 2. αναδρομή της πλημμυρίδας στους ποταμούς, (αλλ.) μασκαρέ αρχ. 1. έκχυση, ξεχείλισμα 2. υπερχείληση, πλημμύρα 3. μτφ. αύξηση, εξάπλωση 4. λιμνοθάλασσα … Dictionary of Greek
λιμνοθάλασσα — Παράκτια λεκάνη υφάλμυρου νερού, που χωρίζεται από τη θάλασσα με φυσικά φράγματα. Συνήθως οι λ. σχηματίζονται σε αβαθείς ζώνες, όπου υδάτινα ρεύματα, τα οποία εκβάλλουν σε δέλτα, δημιουργούν, μαζί με την κυματοειδή κίνηση και τα παράκτια ρεύματα … Dictionary of Greek
μασκαρέ — το ωκεαν. διεθνής όρος που δηλώνει τα μεγάλα παλιρροϊκά κύματα που απαντούν με τη μορφή πλημμυρίδας στις εκβολές μεγάλων ποταμών και οφείλονται στη σύγκρουση τών κατερχόμενων υδάτων τού ποταμού με τα ανερχόμενα θαλάσσια κύματα … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Καστριώτης, Γεώργιος ή Σκεντέρμπεης — (Αλβανία 1403 – Αλέσιο 1468). Αλβανός εθνικός ήρωας. Ήταν γιος μεγάλου γαιοκτήμονα και φεουδάρχη της βόρειας Αλβανίας. Κατά τη διάρκεια της νεότητάς του παραδόθηκε ως όμηρος από τον πατέρα του στον Μουράτ Β’, ως εγγύηση της πίστης και υποταγής… … Dictionary of Greek
Λαπλάς, Πιερ Σιμόν ντε- — (Pierre Simon de Laplace, Μπομόν αν Οζ 1749 – Παρίσι 1827). Γάλλος αστρονόμος και μαθηματικός. Το 1767 μετέβη στο Παρίσι, μετά από πρόσκληση του Ζαν Μπατίστ ντ’ Αλαμπέρ. Εκεί αναδείχθηκε σε έναν από τους διασημότερους επιστήμονες της εποχής του… … Dictionary of Greek
μαγκρόβια δάση — Δενδρώδεις διαπλάσεις των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, οι οποίες αποτελούνται κυρίως από φυτά που ανήκουν στις οικογένειες ριζοφορίδες, σονερατιίδες, βερβερίδες (δικοτυλήδονα) και φοινικίδες (μονοκοτυλήδονα). Τα φυτά αυτά σχηματίζουν πυκνά … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek